- ματαιότεκνος
- ματαιότεκνος, -ον (Α)αυτός που έχει παράνομα, νόθα παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τέκνον (πρβλ. πολύ-τεκνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιότεκνον — ματαιότεκνος having illegitimate children masc/fem acc sg ματαιότεκνος having illegitimate children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek